ασλάνι

ασλάνι
το
1. το λιοντάρι
2. το παλληκάρι
3. πολωνικό νόμισμα με παράσταση λιονταριού
4. ακροστόλιο, φιγούρα καραβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aslan «λιοντάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”